- δίθρονος
- δίθρονος, -ον (Α)φρ. «Ἀχαιῶν δίθρονον κράτος» — ο Μενέλαος κι ο Αγαμέμνων που κυβερνούν τους Αχαιούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίθρονον — δίθρονος two throned masc/fem acc sg δίθρονος two throned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διθρόνου — δίθρονος two throned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσκηπτρος — δίσκηπτρος, ον (Α) δίθρονος, δικρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + σκήπτρον] … Dictionary of Greek
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek